- συνεκμοχλευω
- συνεκμοχλεύωσυν-εκμοχλεύωвместе расшатывать ломом, помогать взломать (sc. τὰς πύλας Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκμοχλεύω — Α προσπαθώ μαζί με άλλους ή συγχρόνως να ανοίγω κάτι με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκμοχλεύω «μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού»] … Dictionary of Greek